κυπελλομάχος

κυπελλομάχος
κῠπελλομάχος [ᾰ], ον,
A at which they fight with cups,

εἰλαπίνη AP 11.59

(Maced.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυπελλομάχος — κυπελλομάχος, ον (Α) φρ. «κυπελλομάχος εἰλαπίνη» το συμπόσιο κατά το οποίο γίνονταν συναγωνισμός ποιος θα πιει περισσότερα κύπελλα κρασί (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσο μάχος, λεοντο μάχος] …   Dictionary of Greek

  • κυπελλομάχου — κυπελλομάχος at which they fight with cups masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”